υπερπέμπω

υπερπέμπω
ΜΑ [πέμπω]
βάλλω πιο πάνω ή πιο πέρα από καθορισμένο σημείο ή στόχο («οἱ τοξεύοντες, ἄν τε εἴσω πέμπωσιν, ἄν τε ὑπερπέμπωσιν», Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”